- φοίτῳ
- φοί̱τῳ , φοῖτοςa repeated goingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτώ, φοίτησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: φοιτώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 59 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φοιτώ — φοίτησα 1. αμτβ., πηγαίνω στο σχολείο, είμαι σπουδαστής, μαθητεύω, παρακολουθώ μαθήματα: Φοίτησα στη γεωπονική σχολή. 2. συχνάζω κάπου, πηγαίνω εκεί συχνά, επισκέπτομαι συχνά: Φοιτά στις κοσμικές ταβέρνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοιτῶ — φοιτάω go to and fro pres imperat mp 2nd sg φοιτάω go to and fro pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φοιτάω go to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτώ — συμφοιτῶ, άω, ΝΑ, και ιων. τ. συμφοιτῶ, έω, και αττ. τ. ξυμφοιτῶ, άω, Α νεοελλ. φοιτώ στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συχνάζω στο ίδιο μέρος με άλλον 2. φοιτώ στο ίδιο διδασκαλείο με άλλον 3. (σχετικά με σύγκλητο, βουλή … Dictionary of Greek
καταφοιτώ — καταφοιτῶ, άω AM, Α και ιων. τ. έω (επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.) αρχ. 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ 2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για… … Dictionary of Greek
προσφοιτώ — άω, ΜΑ 1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.) 2. συναναστρέφομαι με κάποιον αρχ. 1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο 2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).… … Dictionary of Greek
φοιτίζω — Α (ποιητ. τ.) συχνάζω κάπου, φοιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ, πιθ. κατά το θαμίζω] … Dictionary of Greek
Αμφιφοίτας — ο ανδρικό όνομα στη Μυκηναϊκή (a pi qo i ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φοίτας < φοιτῶ] … Dictionary of Greek
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek